- ψευδόπατρις
- -άτριδος, ὁ, ἡ, Ααυτός που λέει ψέματα ότι κατάγεται από το μέρος το οποίο παρουσιάζει ως πατρίδα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + -πατρις (< πατρίς, -ίδος), πρβλ. φιλό-πατρις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek